- ὀχλῶδες
- ὀχλώδηςturbulentmasc/fem voc sgὀχλώδηςturbulentneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οχλώδης — ὀχλώδης, ῶδες (ΑΜ) [όχλος] αυτός που προέρχεται από τον όχλο, χυδαίος αρχ. 1. θορυβώδης, ταραχώδης 2. δυσάρεστος, οχληρός 3. (σχετικά με πληγές) ενοχλητικός 4. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὀχλῶδες η οχληρότητα … Dictionary of Greek